- επιστητός
- -ή, -ό (AM ἐπιστητός, -ή, -όν) [επίσταμαι]το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν)ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να τό υποστηρίξει λογικά («τό ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. «επί παντός τού επιστητού»ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει όλααρχ.-μσν.αυτός που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστήμης, που μπορεί να κατανοηθεί πλήρως.
Dictionary of Greek. 2013.